16 Φεβρουαρίου 2008

Σαμσάρα*

Δεν πηγαίνω καθημερινά να ελέγξω την πρόοδο των εργασιών του νέου μου σπιτιού. Ούτε καν κάθε εβδομάδα δεν πάω. Όχι πως δεν πρέπει ή πως δε θέλω, αλλά δεν προλαβαίνω. Σήμερα λοιπόν, ενόψει της απουσίας μου για δυο βδομάδες στη Μόσχα, έπρεπε να πάω.

Φτάνω λοιπόν εκεί και, με το τελευταίο φως της μέρας, καταφέρνω να δω ότι όλα βαίνουν καλώς. Εκεί που ετοιμάζομαι να φύγω, την βλέπω. Μέσα σε κάτι χορταράκια, λες και ψάχνει κάτι. Λες και έχασε κάτι. Αλλά το σώμα της είναι στραμμένο προς εμένα. «Λες να έρχεται προς το σπίτι μου να μου κάνει επίσκεψη?» σκέφτομαι. Μετά το ξανασκέφτομαι και αρχίζω να πιστεύω ότι έχω παραισθήσεις. Κάπου θα έχω σκοντάψει στην οικοδομή, έχω πέσει χάμω αναίσθητος και το μυαλό μου ταξιδεύει. «Δεν είναι δυνατόν! Μα τόσο πολύ μου λείπει?» Και μετά «Δε γαμιέται, έτσι κι αλλιώς, οι γείτονες δε με γνωρίζουν ακόμη!» και κάθομαι στα γόνατα και φωνάζω:

- Έλα!

Σηκώνει το κεφάλι, με κοιτάει και αρχίζει να τρέχει προς το μέρος μου! Μα είναι ολόιδιος ο δικός μου!!! Ίδια ράτσα. Ίδιο χρώμα. Ίδια καφετιά βούλα στην πλάτη. Έρχεται κοντά μου και είναι όλο γλύκα. Θέλει χάδια. Παιχνίδια. Ένα δυνατό φύσημα κρύου αέρα με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι δεν ονειρεύομαι. Εξ άλλου, η συγκεκριμένη είναι θηλυκό. Μετά από λίγο, σηκώνομαι και κοιτάω γύρω. Δεν αφήνει κανείς ένα γλυκύτατο μπουλντόγκ να τρέχει στους κάμπους και τα λιβάδια! Κάπου εκεί θα είναι κάποιος που την έχει βγάλει βόλτα. Δε γίνεται αλλιώς. Ούτε κολάρο έχει, ούτε αναγνωριστικό τατουάζ. Ίσως έχει τσιπ. Θα μας πει ο Γιώργος ο κτηνίατρος μεθαύριο τη Δευτέρα, αν δεν ακούσουμε κάτι μέχρι τότε.

Εν τω μεταξύ, δε φαίνεται κανείς να είναι μαζί της. Σκύβω και τη χαϊδεύω, όπως επιτακτικά το ζητάει. Μου κάνει πλάκα ο Θεός? Ένα αντίγραφο του Μλέκο να έρθει να με βρει. Είναι πολύ σκληρό αστείο, αν είναι όντως έτσι... Τα λεπτά περνούν και η σκυλίτσα δεν απομακρύνεται. Και τι θα κάνω τώρα? Εδώ και μερικές μέρες, ξαναέπιασαν τα κρύα. Και ψιλοβρέχει κιόλας.

Δε θέλει και πολύ. Με το που ανοίγω την πόρτα, τσουπ μέσα στο αυτοκίνητο κι αυτή. Στρογγυλοκάθισε και περιμένει να ξεκινήσω τη μηχανή. Κι αφού το θέλει κι αυτή, πάμε σπίτι. Μετά την υποχρεωτική εξερεύνηση όοοοολου του σπιτιού, («μπας και κρύβονται τίποτα λιχουδιές σε καμιά γωνιά?» «είναι κάνας εχθρός πουθενά?» κ.ο.κ.) πίνει λίγο νερό στο μπολ του Μλέκο και την αράζει μπροστά στα πόδια μου στην κουζίνα και ξεκινάει το γνωστό μπουλντογκίστικο ροχαλητό που τόσο μ’ άρεσε πάντα. Κι εγώ να φτιάχνω τσάι και να αρχίζω τις σκέψεις...

«Αυτό τώρα είναι σημάδι? Ποιος μου την έστειλε? Την έστειλε κανείς? Αυτή με βρήκε? Είμαι ο μόνος άνθρωπος που δεν πήρε σκύλο, αλλά ένας σκύλος με «πήρε»? Και γιατί τώρα? Αν τα πράματα ήταν αλλιώς με Εκείνον, θα ήμουν τόσο, μα τόσο ευτυχισμένος. Θα είχα ότι ονειρευόμουν. Ότι Του είχα πει τις προάλλες στο τηλέφωνο ότι θέλω για να «ολοκληρωθώ» σ’ αυτή τη ζωή: σπίτι (σε μερικούς μήνες), σκυλάκι και «Γατί». Πως γέλαγε τότε... Πόσο Του είχε αρέσει αυτό! Πόσο μου είχε αρέσει κι εμένα αυτό. Ρε λες να το κανόνισε Εκείνος να μου έρθει η σκυλίτσα? Λες να το οργάνωσε για να έχω κάποιον να μου κρατάει συντροφιά τώρα που Εκείνος αποφάσισε να φύγει? Μάλλον παραλογίζομαι. Και δεν έχω πιει καν! Από την άλλη βέβαια, μπορεί και να την πέταξαν στον δρόμο, να την έβγαλαν στο «χαλάκι» όπως εμένα και απλά να μας έφερε η ζωή κοντά να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον... Ποιος ξέρει.»

Με τούτα και με κείνα, η κυρία ξύπνησε κι άρχισε να οσμίζεται το πάτωμα. Πάω και «ξεθάβω» το κολάρο και το λουρί του Μλέκο. Τα κοιτάω και τον ξανασκέφτομαι. Πόσο μου λείπει... Δεν θα τον πειράξει που θα τα φορέσω στην κυρία Άγνωστη. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα τον πειράξει!

Βγαίνουμε για βόλτα και αφού η κυρία «σημαδέψει» την τριγύρω περιοχή, πάμε σπίτι και αρχίζουμε να ετοιμάζουμε το δείπνο. Το δικό της και το δικό μου. Καθώς τρωει την κοιτάω. Άραγε έχει παιδάκια δικά της? Άραγε έχει παιδιά στο σπίτι από όπου (ξ)έφυγε? Θα τους λείπει σίγουρα. Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε το σπίτι της. Αν νοιώθουν κι εκείνοι όπως ένοιωθα εγώ πέρσι όταν ο Μλέκο έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι, θα ‘ναι πολύ χάλια αυτή τη στιγμή. Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε το σπίτι της! Ελπίζω να έχει τσιπ ή να γνωρίζουν κάτι στο κτηνιατρείο.

Μεθαύριο τη Δευτέρα θα πάμε στο γιατρό.


* σύμφωνα με τον Βουδισμό, έτσι ονομάζεται ο αέναος κύκλος μετενσαρκώσεων που κάνει μια «ψυχή» μέχρι να φτάσει στο ιδεατό Νιρβάνα.

6 σχόλια:

Hfaistiwnas είπε...

1) Φτιάχνεις δικό σου σπίτι;; Μπράβο!!!
2) Αυτό το σκυλάκι μάζεψες; Αν και δεν μου αρέσει η ράτσα... Μπράβο σου!

ΥΓ. Στην αρχή νόμισα πως πρόκειται για πρώην κοπέλα σου... είπες "το σώμα της".

b|a|s|n\i/a είπε...

μπορεί κάλιστα να είναι ένα σημάδι για μια νέα αρχή. όποια και αν είναι αυτή

Αρκούρης είπε...

@ Hfaistiwnas:
1) ναι ρε συ, πόσο πια στο νοίκι? Έχω αρκετά τρεχάματα βέβαια, αλλά περιμένω τη μέρα που θα αράξω μέσα και θα γουστάρω τέρμα! Α, και τα ατελείωτα πάρτι βέβαια ;)
2) ναι, την μάζεψα γιατί δεν το έκανε η καρδιά μου να την αφήσω στο δρόμο ρε συ! Το ότι μου θύμιζε το δικό μου που είχα πριν, ήτανε έξτρα. Όσο για τη ράτσα, πίστεψε με, ούτε σε μένα άρεσαν αρχικά, αλλά άμα τα γνωρίσεις θα τα λατρέψεις - έχουν απίστευτη πλάκα και είναι πολύ καλά σκυλιά!

υγ: δεν υπάρχει "πρώην κοπέλα" ρε συ - μόνο "πρώην αγόρια" παίζουν ;)

@ b|a|s|n\i/a:
κι εγώ για σημάδι νέας αρχής το εξέλαβα. Μαζί Του όμως! (ξέρω, ξέρω, έχω φάει τρελλό κόλλημα...) Εσύ τώρα μου το αλλάζεις λίγο το σενάριο. Χμ...

Hfaistiwnas είπε...

Ψιτ! Περιμένω προσκλήσεις για τα πάρτυ... μην κάνεις την πάπια!

Αρκούρης είπε...

@ Hfaistiwnas:
καμμία προσπάθεια πάπιωσης εδώ! Προσκλήσεις θα σταλούν εγκαίρως και προσδοκώ σε μαζική αποδοχή κιόλας. Φτάνει να τελειώσουν το σπίτι στην ώρα του και τα άλλα όλα είναι εγγυημένα. Τι το φτιάχνω δηλαδής? Για να μην το χαίρομαι???

Hfaistiwnas είπε...

:)