Στις 12.45, λέει, να είμαι εκέι.
Και πάω λοιπόν να κουρευτώ."Πως τα θες σήμερα?" με ρωτάει ο Άγγελος. Εγώ γελάω κι αυτός χαμογελάει. Δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να αλλάξω στυλ και το ξέρουμε κι οι δυο. Παρά όλα αυτά, με ρώτησε.
Οι συνήθεις ψιλοκουβέντες (έχει ενδιαφέρον η κουβέντα μαζί του) και μετά από κάνα τεταρτάκι είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω τον κόσμο με κοντύτερες τρίχες.
Η διαδρομή από την καρέκλα που καθόμουν μέχρι το ταμείο είναι σύντομη. Γύρω στα 5μ. το πολύ. Αλλά και γεμάτη από ενδιαφέροντα περιστατικά.
Κάνω που λες δυο-τρία βήματα και κοιτάω από το βάθος του δωματίου τον Αντρέα να έρχεται προς το μέρος μου. Θα σχολάσει τώρα σκέφτομαι, γιατί κατευθύνεται προς την πόρτα. Μετά από άλλα τρία βήματα οι δρόμοι μας διασταυρώνονται, σταματάει και με ρωτάει: "Είναι όλοι όμορφοι σαν εσένα στο γραφείο σου?"
*** Αυτό τώρα τι είναι? Μου την πέφτει? Έτσι στεγνά? Κάνει απλά small talk? Είναι βασικά αμήχανος που του κόβω/μου κόβει τον δρόμο? Ή όντως μου την πέφτει? Μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο. Στρέιτ κόσμο. Και δεν είναι καν μπαρ. Και δεν είναι καν απόγευμα. Στις μία και κάτι το μεσημέρι. *** Μέσα σε περίπου 4 milliseconds έκανα τις πιο πάνω σκέψεις. Και μετά, λες και μου είπε το καλύτερο ανέκδοτο έβερ, γελάω και του απαντάω: "Μα όχι βέβαια! Τα ξέρεις τα κορίτσια μας. Εκείνη η Χριστιάνα, είναι κουκλάρα η άτιμη, ακόμα και τώρα που είναι έγγυος."
Χαμογελάει, συμφωνεί και επιστρέφει πίσω στο βάθος του δωματίου. *** Για μισό: επιστρέφει? Και δηλαδή που ακριβώς πήγαινε? Ήρθε απλά για να μου πει το πιο πάνω? Και απάντησα με κολοσσιαία χαζομάρα? Κι είναι γλύκας γαμώτο! *** "Συγνώμη, τι είπατε?" Η ταμίας χαμογελά και μου λέει "Πως θα πληρώσετε, ρώτησα. Μετρητά ή πιστωτική?" Ορίστε, της λέω και περνάει την Αμέρικαν Εξπρές στη μηχανή. *** Πω ρε πούστη μου, θάλασσα τα έκανα? Αλλά κι αν απλά ήταν μια χαριτωμενιά εκ μέρους του? Ευτυχώς που δεν είπα τίποτα άλλο. Θα τον ξαναδώ, εξάλλου, δυο βήματα είμαστε το γραφείο μου από τη δουλειά του. *** "Αν θέλετε, βέβαια." ακούω την ταμία να λέει. "Αν θελω τι?" "Χε, χε, κουρασμένος θα είστε μάλλον. Λέω, μπορείτε να μου υπογράψετε εδώ, αν θέλετε?" "Α, ναι, συγνώμη, σκεφτόμουν κάτι άλλο."
Η πόρτα ανοίγει και ο μεσημεριάτικος ήλιος με βαράει κατακούτελα. Κι ευτυχώς κιόλας. Να συνέλθω λίγο. Τι να τον κάνω τώρα αυτόν τον μικρό? Θέλει? Δε θέλει? Παίζει? Μου φαίνεται? Μ'έχει βαρέσει η μαλακία στο κεφάλι? Ουφ...